- Ελβετός
- ο , Ελβετίδα [-ίς (-ίδος)] η швейцар|ец, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ελβετός — ο θηλ. ίδα ο κάτοικος της Ελβετίας ή αυτός που κατάγεται από αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βράντλι — Ελβετός φιλέλληνας αγωνιστής του 1821, που αναφέρεται και με το όνομα Βερέντλι. Πήρε μέρος στην Επανάσταση με τον βαθμό του λοχαγού του πυροβολικού. Σκοτώθηκε στη μάχη του Πέτα … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Κλαπαρέντ, Εντουάρ — I (Edouard Claparède, 1832 – 1870). Ελβετός φυσιοδίφης. Σπούδασε φυσικές επιστήμες και ιατρική στο Βερολίνο, όπου και ασχολήθηκε με τη μελέτη των εγχυματικών οργανισμών. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας στη Γενεύη και, την… … Dictionary of Greek
Γκαντζ, Μπρούνο — (Bruno Ganz, Ζυρίχη 1941 –). Ελβετός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Πίτερ Στάιν στο Πειραματικό Θέατρο του Βερολίνου το 1970, αλλά η καριέρα του σημαδεύτηκε από την εμφάνισή του στην ταινία Μαρκησία της … Dictionary of Greek
Γκέσνερ, Κόνραντ φον- — (Kondrad von Gesner, Ζυρίχη 1516 – 1565). Ελβετός φυσιοδίφης και γιατρός. Ολοκλήρωσε τις ιατρικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας το 1541 και εργάστηκε μετά ως γιατρός στη Ζυρίχη. Υπήρξε ανεξάντλητος ερευνητής, με ενδιαφέροντα που… … Dictionary of Greek
Ζομινί, Αντουάν Ανρί — (Antoine Henry Zomini, Παγιέρν 1779 – Παρίσι 1869). Ελβετός στρατηγός. Έγινε κυρίως γνωστός με τις μελέτες του για την πολεμική τέχνη. Αφού οργάνωσε τις ελβετικές δυνάμεις, που βρίσκονταν στην υπηρεσία της Γαλλίας, έγραψε το Σύστημα μεγάλων… … Dictionary of Greek
Κέλερ, Γκότφριντ — (Gottfried Keller, Ζυρίχη 1819 – 1890). Ελβετός μυθιστοριογράφος και ποιητής. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Το 1840 πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει ζωγραφική. Επέστρεψε απογοητευμένος (1842) αλλά αποφασισμένος … Dictionary of Greek
Μάγερ, Κόνραντ Φέρντιναντ — (Konrad Ferdinand Meyer, Ζυρίχη 1825 – Κίλχμπεργκ 1898). Ελβετός γερμανόφωνος συγγραφέας. Καταγόμενος από εύπορη οικογένεια, διέκοψε τις νομικές σπουδές του για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία και στην ιστορία. Έπειτα από μερικά ταξίδια… … Dictionary of Greek
Μπαχόφεν, Γιόχαν Γιάκομπ — (Jochann Jakob Bachofen, Βασιλεία 1815 –1887). Ελβετός κοινωνιολόγος και ιστορικός. Καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου στη Βασιλεία, αφοσιώθηκε, καταπολεμώντας τη μεθοδική φιλολογία του Μόμσεν, στη μελέτη των πρωτόγονων κοινωνιών, της μυθολογίας και… … Dictionary of Greek
Μποβέ, Ντανιέλ — (Daniel Bovet, Νεσατέλ 1907 – Ρώμη 1992). Ελβετός χημικός. Σπούδασε στη Γενεύη και από το 1932 στο Ινστιτούτο Παστέρ του Παρισιού· από το 1947 ανέπτυξε την επιστημονική του δραστηριότητα στο Ανώτατο Ινστιτούτο Υγείας της Ρώμης, και το 1957… … Dictionary of Greek